- κλαίει
- κλαίωcrypres ind mp 2nd sgκλαίωcrypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… … Dictionary of Greek
κλαψοπαναγιά — η (σκωπτικά για πρόσ.) αυτός που έχει το ύφος τής Παναγίας που κλαίει, αυτός που κλαίει και παραπονιέται συνεχώς, που προσποιείται τον δυστυχισμένο, κλαψιάρης, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ ω) +… … Dictionary of Greek
φιλόκλαυτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να κλαίει, που κλαίει συχνά, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κλαυτός < κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυτος] … Dictionary of Greek
Μελιδώνης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από το Μελιδόνι Μυλοποτάμου της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Δάνδολος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και χρησιμοποιήθηκε ως απεσταλμένος της στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Με την έναρξη της Επανάστασης … Dictionary of Greek
Παρτινάρι, Κόντιντο — (Portinari, Μπροντόσκι, Σάο Πάουλο 1903 – Ρίο ντε Tζανέιρο 1962). Βραζιλιανός ζωγράφος και κεραμίστας, ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της βραζιλιανής τέχνης του 20ού αι. Σπούδασε στο Ρίο ντε Tζανέιρο (1918 – 1920), στη Μεγάλη Βρετανία,… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Kiamos — Panos Kiamos (griechisch Πάνος Κιάμος, * in Athen) ist ein griechischer Pop Sänger. Leben 1994 nach dem Abitur am Lykio, der griechischen Oberschule, begann er, sich mit dem Singen zu beschäftigen. Statt ursprünglicher Pläne, ein Medizinstudium… … Deutsch Wikipedia
Panos Kiamos — (griechisch Πάνος Κιάμος, * in Athen) ist ein griechischer Pop Sänger. Leben 1994 nach dem Abitur am Lykio, der griechischen Oberschule, begann er, sich mit dem Singen zu beschäftigen. Statt ursprünglicher Pläne, ein Medizinstudium zu… … Deutsch Wikipedia
Киамос, Панос — Панос Киамос Имя при рождении греч. Πάνος Κιάμος Дата рождения 1975 год(1975) … Википедия